- βάρνακα
- βάρνακα· ἄγρια λάχανα δύσπλυτα, EM291.46 (cf. βράκανα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Αλυζίας, δήμος — Νέος δήμος (3.807 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αρχοντοχωρίου, Βαρνάκα, Κανδήλας, Μύτικα και Παναγούλας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek
Βαρνακιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Βάρνακα Ακαρνανίας 1760 1842). Οπλαρχηγός. Όταν ο Αλή πασάς κυριάρχησε στη δυτική Ελλάδα, ο Β. υπηρέτησε τον Αλή ως αρματολός του Ξηρόμερου, αρματολίκι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Όταν… … Dictionary of Greek